- υποστρώνω
- ὑποστρώννυμι ΝΜΑ, και ὑποστρωννύω ΜΑ, και ὑποστορέννυμι και ὑποοτόρνυμι Α [στρώνω]στρώνω αποκάτωαρχ.1. (ιδίως) στρώνω το κρεβάτι κάποιου3. (στον παθ. παρακμ.) ὑπέστρωμαιμτφ. υπόκειμαι σε κάποιον ή σε κάτι4. φρ. α) «λέκτρα ὑποστρώννυμι τινι»i) στρώνω το κρεβάτι κάποιουii) (κατ' επέκτ.) συνευρίσκομαι με κάποιον (Ευρ.)β) «κέρδεσιν χεῑρας ὑποστρώννυμι» — απλώνω το χέρι για να πάρω χρήματα.
Dictionary of Greek. 2013.